- Καρυωτάκης, Κώστας
- (Τρίπολη 1896 – Πρέβεζα 1928). Ποιητής. Το επάγγελμα του πατέρα του στάθηκε αφορμή να γνωρίσει πολλές πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα, Χανιά). Σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών και αργότερα διορίστηκε υπάλληλος στη νομαρχία της Θεσσαλονίκης. Με διάφορες μεταθέσεις, που κάποτε έφεραν τον χαρακτήρα ενός διωγμού, άρχισε να βιώνει την ανία της επαρχίας με τους κλειστούς ορίζοντες: Σύρος, Άρτα, Πάτρα, Πρέβεζα (όπου αυτοκτόνησε). Ταξίδεψε επίσης στο εξωτερικό: Ιταλία, Γερμανία, Ρουμανία και, τη χρονιά του θανάτου του, στο Παρίσι. Οι ποιητικές συλλογές που εξέδωσε όσο ζούσε ήταν περιορισμένες: Ο πόνος τουανθρώπου και των πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921) και Ελεγεία και σάτιρες (1927). Φιλοτέχνησε εκλεκτικά ορισμένες μεταφράσεις ξένων, κυρίως Γάλλων ποιητών, τις οποίες δημοσίευε μαζί με τα δικά του ποιήματα.
Ο Κ. ήταν μελαγχολική και ευαίσθητη προσωπικότητα, γι’ αυτό οδηγήθηκε σε σταδιακή απομόνωση από τους ανθρώπους. Στην έμφυτη μελαγχολία του συνέβαλε και η εποχή μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου το κενό πολλών γκρεμισμένων αξιών δεν είχε καλυφθεί από τίποτα καινούργιο για μια σειρά ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και ο Κ. Διαμορφώθηκε έτσι οριστικά σε χαρακτήρα εσωστρεφή, απόμακρο και εγωιστικό, πιστό στη ματαιότητα του κόσμου. Ο βίαιος θάνατός του ήρθε σαν μια αναπόδραστη λύση στο προσωπικό του αδιέξοδο, το οποίο καλλιεργούσε από παιδί· είναι χαρακτηριστικό πως η πρώτη του συλλογή ξεκινά με το ποίημα που φέρει τον τίτλο Θάνατοι. Ο θάνατος συχνά έδωσε στον Κ. τα σκηνογραφικά στοιχεία της ποίησής του, η οποία αντλούσε έμπνευση από τα νυχτερινά τοπία και τον οδηγούσε σε μεταφυσικές αναζητήσεις: «Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει χλωμό και μυστηριώδικο / κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε / και λείψανο να βγαίνει».
Το χρονικό της αυτοκτονίας του είναι τραγικό. Είχε αποφασίσει να πνιγεί στη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς ήταν καλός κολυμβητής. Επέστρεψε στο σπίτι του νωρίς το πρωί και αγόρασε ένα περίστροφο, με το οποίο αυτοκτόνησε, φυτεύοντας μία σφαίρα στον κρόταφό του. Προηγουμένως είχε γράψει: «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία (..). Σ’ αυτούς απευθύνομαι..». Στο ίδιο σημείωμα συνιστούσε στους επίδοξους αυτόχειρες που γνωρίζουν κολύμπι να προτιμήσουν άλλον τρόπο θανάτου παρά τον θαλάσσιο πνιγμό.
Το έργο του Κ. διαπνέεται από μια μηδενιστική διάθεση και πεισιθανάτια μεγαληγορία. Υπάρχει διάχυτος ο σπαραγμός ενός απελπισμένου δέσμιου, που βιώνει τον διακαή πόθο της λύτρωσης και της συνεύρεσης με τον κόσμο του πνεύματος. Τα ποιήματα του Κ. διαθέτουν την αμεσότητα ενός ψυχικού και σχεδόν σωματικού πόνου, χωρίς καμία αναγωγή σε κάτι πνευματικότερο ή κοινωνικότερο, το οποίο να λυτρώνει ή έστω να παρηγορεί. Είναι μια σπαρακτική και ταυτόχρονα εγωκεντρική κραυγή: «Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, / ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός / πόνος μας, για να μας λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...».
Στην τρίτη συλλογή (που είναι η ωριμότερη) εκδηλώνεται ευθύτερα και η σαρκαστική διάθεση του ποιητή, η οποία, παροξυσμένη με τα χρόνια, χτυπάει ανελέητα «τα γύναια και τον μαστροπό λαό».
Ο Κ. διατεινόταν πως έγραφε τα ποιήματά του με το αίμα του. Αυτό είναι αλήθεια, καθώς η ποίηση αποτελούσε το μοναδικό καταφύγιο για το υπαρξιακό του αδιέξοδο και της αφοσιώθηκε με πάθος· άλλωστε το ταλέντο του ήταν αναμφισβήτητο. Έτσι τα έργα του, μαρτυρίες μιας από τις πιο δραματικές περιπτώσεις ανθρώπινου πόνου και, συγχρόνως, με σαφή τα ίχνη ενός ποιητικού χαρίσματος, άσκησαν μεγάλη επίδραση στους νέους ποιητές της εποχής του καθώς και στους μεταγενέστερους.
Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Dictionary of Greek. 2013.